στέφανος

στέφανος
στέφᾰνος, , ([etym.] στέφω)
A that which surrounds or encompasses, πάντῃ γάρ σε περὶ σ. πολέμοιο δέδηεν the circling fight, Il. 13.736; of the wall round a town, Pi.O.8.32;

σ. πόλεος Anacr.72

, cf. Orph.A.761,897; cf.

στεφάνη 1.2

; καλλίπαις ς. circle of fair children, E.HF839.
II crown, wreath, chaplet, h.Hom.7.42; χρύσεος ib.32.6;

στεφάνους . . ἄνθεα ποίης Hes. Th.576

, cf. Pi.P.4.240;

κισσίνους σ. δρυός τε E. Ba.703

; δάφνας ς. Isyll.19; ῥόδινος, ῥοδόεις, Anacr.83, Theoc.7.64;

ἀνθεμεῦντες Anacr.62

;

πλεκτὸν σ. ἐκ λειμῶνος φέρω E.Hipp.73

, cf. Xenoph.1.2;

μύρτων Ar.Ra.330

(lyr.);

κιττοῦ καὶ ἴων Pl.Smp.212e

;

φιλύρας Xenarch.13

, etc.;

στεφάνωσεν δρακόντων στεφάνοις E.Ba. 102

(lyr.); σ. εἴρειν, πλέκειν, ἀνείρειν, Pi.N.7.77, I.8(7).74, Ar.Ach. 1006;

ὑφαίνειν Plu.2.646e

;

πέρθεσθαι φόβαισι Sapph.78

, cf. E.Med. 984 (lyr.); θεῖσα ἀμφὶ βοστρύχοις ib.1160;

σ. ἐλαίας ἀμφέθηκά σοι Id.Ion 1433

;

περιθεῖναι σ. τινί Ar.Eq.1227

;

χρυσῷ σ. ἀναδῆσαί τινα Th. 4.121

;

χρυσῷ στεφάνῳ στεφανωθῆναι Pl.Ion 530d

; μύρα, στεφάνους ἑτοίμασον for a feast, Men. 273, cf. Amphis 9.4, Alex.250, etc.; hung at the door on festive occasions, Ephipp.3.2.
b in pl., οἱ ς. the garland-market, Antiph.83.
2 crown of victory at the public games, Pi.O.8.76; τῆς ἐλαίης τὸν διδόμενον ς. Hdt.8.26;

νικᾶν παγκρατίου στέφανον Pi.N.5.5

, cf. I.1.21;

σ. ἔλαχεν Id.O.10(11).61

; ὁ ἐπὶ τοῦ ς., title of an officer who had charge of these matters in Roman times, IGRom.4.1435.15 ([place name] Smyrna).
b honorary wreath or crown, freq. worked in gold, awarded for public services in war or peace, IG12.110.10, 22.212.24, 338.19, al., Pl.Lg.943c, Aeschin. 2.46, OGI49.7 (Egypt, iii B.C.), al., Callix.2: such crowns were freq. dedicated in temples, IG22.1386.33, cf. 11(2).199 B 60, al. (Delos, iii B.C.); περὶ τοῦ ς., title of D.18, cf. Aeschin.3.187, al.: metaph., prize, reward, αὑτῷ μὲν σ. περιθείς, Σαμίοισι δὲ κῦδος Epigr. ap.Hdt.4.88;

τοὺς παῖδας . . δημοσίᾳ ἡ πόλις θρέψει, ὠφέλιμον ς . . . τῶν . . ἀγώνων προτιθεῖσα Th.2.46

; τοῦδε γὰρ ὁ ς. his is the prize (or perh. for (bringing) him the prize is offered), S.Ph.841 (hex.).
c σ. πυργωτὸς καὶ οὐαλλάριος,= Lat. corona muralis et vallaris, a Roman military decoration, OGI560.10 (Tlos, i A.D.); σ. τειχικός ib.540.19 (Pessinus, i A.D.).
3 crown of glory, honour,

οὐκ ἂν αἰσχυνθείην εἰπὼν στέφανον τῆς πατρίδος εἶναι τὰς ἐκείνων ψυχάς Lycurg.50

; ἐλευθερίας ἀμφέθετο ς. Simon.98;

σ. εὐκλείας μέγας S.Aj.465

, cf. Pi.P.1. 100, E.Supp.315;

μέγας γάρ σοι ὁ σ. ἐστιν ὑπὸ πάντων εὐλογεῖσθαι PSI 4.405.4

(iii B.C.); σ. ζωῆς, δόξης, Ep.Jac.1.12, 1 Ep.Pet.5.4; ὁ τῆς δικαιοσύνης ς. 2 Ep.Ti.4.8.

ἀνδρὸς στέφανος παῖδες Hom.Epigr.13

, cf. E. IA194 (lyr.), 1 Ep.Thess.2.19.
4 crown as a badge of office, D.21.32;

πέπαυνται ἄρχοντες καὶ τοὺς σ. περιῄρηνται Id.26.5

;

ὁ βασιλεὺς ὅταν δικάζῃ περιαιρεῖται τὸν σ. Arist.Ath.57.4

; ὁ σ. οὗτος, of the office of ἀρχιερεὺς Ἀσίας, Philostr.VS 1.21.2, cf. OGI470.21 (Asia Minor), Lib. Or.53.4; ἔχειν τὸν ς. to be in office, SIG1007.22 (Pergam., ii B.C.); ἡ ἀπόθεσις τῶν ς. ib.900.16 (Panamara, iv A.D.);

ἀναδήσασθαι τὸν σ. τοῦτον POxy.1252v

.20 (iii A.D.): v. στεφανηφόρος 11,

στεφανόω 11.5

.
5 in Egypt, money gift to the sovereign, levied by the state, PTeb.746.24 (iii B.C.), PSI4.388.5 (iii B.C.), PCair.Zen.36.27 (iii B.C.), etc.; like wise in Syria, LXX 1 Ma. 10.20; also of similar gifts to a court favourite, PFay.14 (ii B.C.), cf. Ostr.Bodl.i202 (ii B.C.).
6 τὰς εἰς τὸν σ. ἐπαγγελίας οὐκ ἔλαβον,= aurum coronarium non accepi, Mon.Anc.11.22, cf.PFay.20.7 (iii/iv A.D.).
7 donation, euphemism for a bribe,

διεθέντος μου ὑπάρξει σοι εἰς σ. τάλαντα δεκαπέντε PGrenf.1.41.2

(ii B.C.), cf. OGI221.6 (Ilium, iii B.C.), PGoodsp.Cair. 5.5 (ii B.C.); gratuity, bonus, PFlor.74.14 (ii A.D.).
8 the constellation Corona, Epimenid.25, Arist.Mete.362b10, Arat.71, PHib. 1.27.58, 187 (iii B.C.);

σ. τόν τε κλείουσ' Ἀριάδνης A.R.3.1003

.
9 name of a πηγή in the Chaldaean system, Dam.Pr.96.
10= δάφνη Ἀλεξανδρεία, Dsc.4.145; Ἡλίου σ.,= ἅλιμος, Ps.-Dsc.1.91.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Στέφανος — that which surrounds masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέφανος — that which surrounds masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — ο 1. στεφάνι: Κατέθεσε δάφνινο στέφανο. 2. μτφ., ηθική αμοιβή: Κέρδισε το στέφανο της αρετής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Στέφανος Δουσάν — Τσάρος (1331 1355) των Σέρβων (1308 – 1355). Γιος του Στέφανου Ντετσάνσκι, παντρεύτηκε την αδελφή του τσάρου της Βουλγαρίας Ελένη και έτσι μπόρεσε να αποκαταστήσει τη σερβική κυριαρχία στη Βουλγαρία (1331). Σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Στέφανος Κλων — Έλληνας γιατρός και ανθρωπολόγος (1854 – 1915). Γεννήθηκε στην Κέα. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι, κυρίως στην ανθρωπολογία. Από τις σημαντικότερες μελέτες του Σ. είναι το άρθρο του Η Ελλάς, στο Εγκυκλοπαιδικό …   Dictionary of Greek

  • Στέφανος, Κυπάρισσος — Μαθηματικός, καθηγητής του πανεπιστήμιου της Αθήνας και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1857 1917). Σπούδασε στην Αθήνα και στο Παρίσι όπου, πριν ανακηρυχτεί ακόμα διδάκτορας, έκανε σημαντικές ανακοινώσεις στην Ακαδημία των Επιστημών και… …   Dictionary of Greek

  • Γρανίτσας, Στέφανος — (Γρανίτσα Ευρυτανίας 1880 – Αθήνα 1915).Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Συνεργάστηκε με αθηναϊκές εφημερίδες και διακρίθηκε για τα πνευματώδη χρονογραφήματά του στον Χρόνο και στην Πατρίδα.Το αφηγηματικό του ταλέντο αξιοποίησε σε γλαφυρά… …   Dictionary of Greek

  • Δάφνης, Στέφανος — (Άργος 1882 – Αθήνα 1947). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Θρασύβουλου Ζωιόπουλου. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δίδαξε για μερικά χρόνια στη μέση εκπαίδευση. Εργάστηκε επίσης στην Εθνική Βιβλιοθήκη και… …   Dictionary of Greek

  • Δουσάν, Στέφανος — Βλ. λ. Στέφανος Δουσάν …   Dictionary of Greek

  • Ληναίος, Στέφανος — (Μεσσήνη 1928 –). Ηθοποιός και σκηνοθέτης. Σπούδασε στη Σχολή Θεάτρου Αθηνών και στη σχολή RADA του Λονδίνου. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1954 (στον θίασο Κοτοπούλη) και έκτοτε εργάζεται συνεχώς, αρχικά ως ηθοποιός και αργότερα ως θιασάρχης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”